- λησίμβροτος
- λησίμβροτος, -ον (Α)αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. τού λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.